- καμπτοδακτυλία
- ηιατρ. παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από μόνιμη κάμψη ενός ή περισσότερων δακτύλων τού χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. camptodactylie < campto- (πρβλ. κάμπτω) + -dactyl- (πρβλ. δάκτυλος) + -ie (πρβλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.